- διέραμα
- διέραμα, το (Α)1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ (-άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διέραμα — funnel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεράματι — διέραμα funnel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεραμαντίτης — διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα] φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα … Dictionary of Greek